Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

ΕΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΟ...

Δε κοστίζει τίποτε.
Πλουτίζει αυτόν που το δέχεται χωρίς να φτωχαίνει αυτόν που το δίνει.
Διαρκεί μόνο μια στιγμή, αλλά το αποτέλεσμα μένει για πάντα.
Κανείς δεν είναι τόσο πλούσιος για να μη το χρειάζεται.
Κανείς δεν είναι τόσο φτωχός, ωστε να μη μπορεί να το δώσεισ τον καθένα.
Φέρνει ευτυχία σ'ολους παντού.
Δεν μπορεί ούτε να αγοραστεί, ούτε να νοικιαστεί.
Όλο το χρήμα του κόσμου δεν μπορεί να πληρώσει την αξία του.
Δεν υπάρχει κανείς που να χρειάζεται το χαμόγελο τόσο πού όσο αυτός που δεν μπορεί πια να χαμογελάσει.
Όταν γεννηθήκαμε, όλοι χαμογελούσαν και είμασταν οι μόνοι που κλαίγαμε. Η ζωή είναι τέτοια ώστε, όταν πεθαίνουμε, όλοι θα κλαίνε κι εμείς θα είμαστε οι μόνοι που θα γελάμε...

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008


και να συνοδεύσω την προηγούμενη ανάρτηση με μια φωτογραφία που ταιριάζει απόλυτα με το ποίημα, αφιερωμένα και τα δύο στους παλιούς και νέους φίλους μου....
Παρακολουθώντας ένα τετραήμερο σεμινάριο στα ΚΠΕ Αργυρούπολης και καθώς ασχοληθήκαμε πολύ με τη θάλασσα θα ήθελα να γράψω τους στίχους ενός ωραίου ποιήματος του Κώστα Βάρναλη:

Να σ' αγναντεύω, θάλασσα,
να μη χορταίνω απ' το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη
και μέσα να πλουταίνω
απ' τα μαλάματά σου τα πολλά.

Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο,
όντας μετ' άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ' τα σύννεφα
θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.

Να ταξιδεύουν στον αγέρα
τα νησάκια,
οι κάβοι, τ' ακρογιάλια σαν
μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά
κάποτ' ένα καράβι
ν' ανοίγουν να το παίρνουν
οι ουρανοί.

Ξανανιωμένα απ' το λουτρό
να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά
χορευτικά τα πεύκα,
τα χρυσόπευκα, κι' ανθός
του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους
τα μυριστικά.

Κι' αντάμα τους να σέρνουνε
στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό τα ερημικά
χιονόσπιτα-
κι' αυτά μες στ' όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.

Έτσι να στέκω, θάλασσα,
παντοτεινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα
στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι' αλάργα βάσανα πολλά.

Ως να με πάρεις κάποτε,
μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά
τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά
απ' τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι' από τους
μαύρους κολασμένους